γίνομαι

γίνομαι
γῑνομαι (γίνεται: aor. γένετο), ἔγεντο), (γένοντο); γένηται, -ωνται; -οιο), -οιτο); γενέσθαι): pf. γεγενημένον coni., γεγενημένα; γεγᾰμεν, γεγκειν)
1 be, come to be
a abs.

λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτἄν O. 2.18

ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86

[σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: τὰ γλυκἔ ἄνεται Kayser, edd.) O. 14.6]

αἰὼν δἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ' οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87

τιμὰ δὲ γίνεται ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.31

ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44

καὶ δεύτερον ἇμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον I. 4.68

ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

τά τἐόντα τε κα[ὶ ]πρόσθεν γεγενημένα[ Pae. 8.84

b followed by pred. adj.

ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες έγένοντ O. 9.29

ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.26

εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60

χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.12

δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.273

ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) P. 5.62

εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22

ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.71

ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 6.22

ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21

θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33

ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο I. 4.14

σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26

c followed by pred. subs.

μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.24

κεῖνος ὄρνις ἐκτελευτάσει μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαιP. 4.20

εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

πρόφασιν βληχροῦ γενέσθαι νείκεος (Schr.: γίνεσθαι codd.) fr. 245.
d c. part. γένοἰοἷος ἐσσὶ μαθών be such as you have learned to know yourself P. 2.72 ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων (Tricl.: ἐγένετο codd.) P. 6.28
e be born cf. γεννάω, and g. infra.

Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (Ahrens: γεγενναμένον codd.) O. 6.53

ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα O. 9.110

πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται I. 8.17

ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων (Boeckh: ἐγένετ codd. Clem. Alex.) fr. 33b. = fr. 147 Schr.
f fragg. γίνεται[ fr. 6b. c. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20.
g in tmesis. ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός v.

ἐκγίνομαι P. 2.46


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — γίνομαι, έγινα (σπάν. γίνηκα), γινωμένος βλ. πίν. 121 (και ως απρόσ. γίνεται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκοκκινίζω — γίνομαι ελαφρά κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρ. ακρο (ΙΙ) + κοκκινίζω ή παράγωγο του ακροκόκκινος] …   Dictionary of Greek

  • ανακρατύνομαι — γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)] …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλεύω — γίνομαι ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • γαληνώνω — γίνομαι γαλήνιος, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντεύομαι — γίνομαι γίγαντας, αποκτώ υπερβολική δύναμη …   Dictionary of Greek

  • διαδουλώνομαι — γίνομαι δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”